ἄκαμπτος

ἄκαμπτος
ἄκαμπ-τος, ον,
A unbent, rigid, Hp.Fract.2 ([comp] Sup.), Pl.Ti.74b ([comp] Comp.), etc.; τὸ ἄ. the part that will not bend, Arist.HA493b29.
2 metaph., unbending, unflinching,

βουλαί Pi.P.4.72

; ψυχὰν ἄ. Id.I. 4(3).53;

ἀ. μένει A.Ch.455

(lyr.); τὸ πρὸς τοὺς πόνους, τὸ εἰς ἐπιείκειαν ἄ., Plu.Lyc.11, Cat.Mi.4.
3 from which there is no return,

χῶρος ἐνέρων AP7.467

(Antip.);

τρίβος IG12(7).449

([place name] Amorgos).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἄκαμπτος — unbent masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άκαμπτος — η, ο (Α ἄκαμπτος, ον) [καμπτός] 1. εκείνος που δεν κάμπτεται, δεν λυγίζει ή δεν έχει λυγίσει «ἄκαμπτος κλάδος» 2. μτφ. όποιος δεν υποχωρεί, ανένδοτος «άκαμπτη αποφασιστικότητα» «ἄκαμπτοι βουλαὶ» (Πίνδ. Πυθ. 4, 72) 3. μτφ. αυτός που δεν υποχωρεί… …   Dictionary of Greek

  • άκαμπτος — η, ο επίρρ. α 1. αλύγιστος: Προσπάθησε να λυγίσει το κλαδί, αυτό όμως ήταν άκαμπτο. 2. σκληρός: Τον παρακάλεσε να δείξει κατανόηση, εκείνος όμως έμεινε άκαμπτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀκαμπτότατον — ἄκαμπτος unbent masc acc superl sg ἄκαμπτος unbent neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκάμπτως — ἄκαμπτος unbent adverbial ἄκαμπτος unbent masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄκαμπτον — ἄκαμπτος unbent masc/fem acc sg ἄκαμπτος unbent neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκάμπτοις — ἄκαμπτος unbent masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκάμπτου — ἄκαμπτος unbent masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκάμπτους — ἄκαμπτος unbent masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκάμπτων — ἄκαμπτος unbent masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκάμπτῳ — ἄκαμπτος unbent masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”